Βηματοδότες – Απινιδωτές

Ο βηματοδότης αποτελείται από τη γεννήτρια η οποία τοποθετείται υποδόρια (συνήθως στο αριστερό άνω ημιθωράκιο) και ένα ή δύο ηλεκτρόδια ανάλογα με το αν είναι μονοεστιακός ή διπλοεστιακός.

​Αποτελεί θεραπεία για τις βραδυαρρυθμίες και τα συγκοπτικά επεισόδια που οφείλονται σε αυτές. Οι δυο κύριες υπεύθυνες παθήσεις για αυτό είναι οι διαταραχές της κολποκοιλιακής αγωγής (π.χ. πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός) και η νόσος του φλεβοκόμβου. Στην πρώτη κατηγορία παρατηρείται ανακολουθία στην αγωγή του ερεθίσματος από τους κόλπους στις κοιλίες της καρδιάς, ενώ στη δεύτερη παρατηρείται σημαντική βραδυκαρδία η ακόμα και καρδιακές παύσεις.

Η εμφύτευση βηματοδότη πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία ενίοτε και με ήπια μέθη και διαρκεί περίπου μία ώρα.

Σε ασθενείς που υπάρχει ένδειξη, όπως πρωτογενής η δευτερογενής πρόληψη καρδιακού θανάτου πραγματοποιούνται εμφυτεύσεις απινιδιστών-καρδιομετατροπέων. Οι εμφυτεύσιμοι καρδιομετατροπείς-απινιδιστές ενδείκνυνται σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και μειωμένο κλάσμα εξωθήσεως και σε ασθενείς που πάσχουν από δομικά ή ηλεκτρικά νοσήματα της καρδίας και έχουν αυξημένο κίνδυνο για αρρυθμία. Με κατάλληλους θεραπευτικούς αλγορίθμους αναγνωρίζουν επικίνδυνες και δυνητικά θανατηφόρες αρρυθμίες, τις αντιμετωπίζουν κατάλληλα και αυξάνουν την επιβίωση αυτών των ασθενών. Η διαδικασία εμφύτευσης μοιάζει αρκετά με την εμφύτευση ενός συμβατικού βηματοδότη.

Οι αμφικοιλιακοί βηματοδότες μέσω της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού αποτελούν μια καθιερωμένη θεραπεία σε ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια και ηλεκτρικό δυσυγχρονισμό. Οι ασθενείς αυτοί εμφανίζουν ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές όπως αποκλεισμό αριστερού σκέλους και καθυστέρηση του ηλεκτρικού ερεθίσματος στα τοιχώματα της καρδιάς. Με την εμφύτευση καλωδίου στην αριστερή κοιλία της καρδιάς επιτυγχάνεται συγχρονισμός και βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας, ανακούφιση των συμπτωμάτων της καρδιακής ανεπάρκειας και μείωση των νοσηλειών.

Αρκετές από αυτές τις συσκευές που αναφέρθηκαν παραπάνω διαθέτουν λογισμικό που προσλαμβάνει έγκαιρα τις πληροφορίες κλινικής επιδείνωσης και συμφόρησης του ασθενούς (μέσω μέτρησης των ενδοθωρακικών αντιστάσεων), δίνοντας τη δυνατότητα με τηλεμετρία για ενημέρωση του καρδιολόγου. Τροποποιώντας τη φαρμακευτική τους αγωγή (συνήθως με αύξηση της δόσης των διουρητικών) μπορούμε να προλάβουμε και να μειώσουμε νοσηλείες στο νοσοκομείο.

Τα τελευταία έτη έχουν αναπτυχθεί βηματοδότες συμβατοί με μαγνητική τομογραφία, βηματοδότες χωρίς καλώδια και ο υποδόριος απινιδιστής-καρδιομετατροπέας.

Ο έλεγχος βηματοδότη/απινιδιστή  γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως κάθε 6 μήνες, με τη χρήση ειδικών συσκευών-προγραμματιστών. Η διάρκεια του ελέγχου δεν ξεπερνάει τα 30 λεπτά.

Κατά τη διάρκεια της εξέτασης διενεργείται:

  • Έλεγχος της κατάστασης και της διάρκειας ζωής της μπαταρίας του βηματοδότη.
  • ‘Ελεγχος και πιθανώς τροποποίηση των παραμέτρων βηματοδότησης.
  • Έλεγχος και ανάκτηση επεισοδίων ταχυαρρυθμίας όπως κολπικής μαρμαρυγής.
  • Ορισμένες νεότερες συσκευές φέρουν αλγορίθμους παρακολούθησης καρδιακής ανεπάρκειας ( μέτρηση φυσικής δραστηριότητας και έλεγχος πνευμονικής συμφόρησης μέσω θωρακικής αντίστασης).

Τελευταία Άρθρα